inseguridad - ορισμός. Τι είναι το inseguridad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι inseguridad - ορισμός


inseguridad         
inseguridad f. Falta de seguridad en cualquier aspecto. Inestabilidad. *Duda. Vacilación. *Inseguro.
inseguridad         
sust. fem.
Falta de seguridad.

Βικιπαίδεια

Inseguridad
El término inseguridad puede referirse, en esta enciclopedia:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για inseguridad
1. PANDILLAS SON PROBLEMA DE INSEGURIDAD En los países centroamericanos las pandillas son consideradas un grave problema de inseguridad.
2. La razón para irse es, fundamentalmente, "la inseguridad respecto al futuro del país y la inseguridad física, por el elevado índice de criminalidad", dice la directora de Mequieroir.com.
3. Sobre las declaraciones de Tony Garza, embajador de EU en México, quien criticó la inseguridad del país, dijo que México está trabajando para combatir la inseguridad.
4. Miedo, inseguridad y también rabia mal contenida.
5. Por fuerte que sea Israel, siempre sufrirá inseguridad y miedo.
Τι είναι inseguridad - ορισμός